- αδείπνητος
- -η, -ο [δειπνώ]αυτός που δεν δείπνησε, δεν πήρε βραδινό φαγητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδείπνητος, -η — ο και άδειπνος, η, ο αυτός που έμεινε νηστικός το βράδυ: Φτάσαμε στο χωριό αργά τη νύχτα και μείναμε αδείπνητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδειπνος — η, ο (Α ἄδειπνος, ον) [δεῑπνον] αυτός που δεν δείπνησε, που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνητος … Dictionary of Greek
αδείπνιστος — η, ο [δειπνίζω] αδείπνητος* … Dictionary of Greek